Η πριγκίπισσα Μπαχάρ κοιμόταν του καλού καιρού πάνω στο μιντεράκι της. Μέσα στο ζεστό σοκολατί της πάπλωμα ροχάλιζε λιγουλάκι κι έβλεπε όνειρα. Πως περπατούσε τάχατες και η πατημασιά της γινόταν άλλοτε παπαρουνοπατημασιά κι άλλοτε μενεξοδοπατημασιά. Και μετά πως ήταν πουλί χρωματιστό κι όπως πετούσε πάνω απ΄ τα λιβάδια και τα ξέφωτα, απ΄ τους ντερέδες και τα ορμάνια, τα ποτάμια και τους ντελή- χείμαρρους, τις λίμνες και τα τσαϊρια έκανε μια εεέτσι κι έσπερνε με τα μεγάλα, τα πολύ μεγάλα φτερά του, χρώματα και δροσιά, φύλλα, λουλούδια και ότι βάνει και δε βάνει ο νους του ανθρώπου σε ομορφιά και μπερεκέτι. Κουκουλώθηκε ακόμη παραπάνω και θα ραχάτευε κει μέσα στα ζεστά όνειρά της πολύ καιρό ακόμα, αν κάτι δεν της γαργαλούσε την μύτη! Κάνει μια και φτερνίζεται τόσο μα τόσο δυνατά, που μ΄ αυτό θα μπορούσαν να γυρίσουν δέκα ανεμόμυλοι και να φουσκώσουν τα πανιά τους είκοσι καΐκια! Βγάζει το κεφάλι της απ΄ τα σκεπάσματα και τι να δει! Το πάπλωμα της είχε γεμίσει λουλούδια! Ένα μπαχτσεδάκι και κει πάνω έτρεχαν και γελούσαν παιδιά, κρατώντας μολυβάκια και τεφτέρια, πινέλα και ξυλομπογιές, παραμύθια και βιβλία!
Αχ! Ας χασμουρηθώ λιγάκι είπε η πριγκίπισσα Μπαχάρ και τέντωσε τα κρινοδάχτυλά της . Ο αέρας γέμισε μοσκοβολιά και το χασμουρητό της έγινε αεράκι που φύσηξε κι έκανε τα παιδιά να γυρίσουν προς την μεριά της.
Ω! Καλημέρα Πριγκίπισσα Μπαχάρ ντε Άνοιξη, Σουλτάνα Πρόλετ, Βαλιντέ Σπρίνγκ και Κόμισσα του Πρεντάν, Ταάρεβνα Βεσνά και Πρινσέσα Πριμαβέρα, επιτέλους ξύπνησες! Το πάπλωμα σου άνθιζε και άνθιζε, εσύ δεν έλεγες να ξυπνήσεις ώσπου φάνηκε ένας ζωγράφος , έστησε το καβαλέτο του, χώθηκε κάτω από ένα ξεφτισμένο ψάθινο καπέλο κι άρχισε να ζωγραφίζει. Ζωγράφιζε-ζωγράφιζε εμείς κοιτάζαμε όλοι από δίπλα του, τα πινέλα να ανεβοκατεβαίνουν, τα χρώματα να μπαίνουν σαν καταρράκτες πάνω στην ζωγραφιά… Εσύ άλλαζες πλευρό και άνθιζαν μυγδαλιές, αναστέναζες και φύτρωναν λαλέδες, λιγάκι όταν ροχάλιζες πεταγόταν μαργαρίτες, όταν ανακατευόταν τα μαλλιά σου άσπρες μπουζάτες βυσσινιές στολιζόταν στις αυλές κι όταν πια κουνούσες και τα πριγκιπικά σου χεράκια άνθιζαν όλες μαζί οι κερασιές του Γιακά.
Ξεχείλισε ο πίνακας λουλούδια ώσπου ξαφνικά ο ζωγράφος καθάρισε τα πινέλα του, μάζεψε το καβαλέτο του, σήκωσε λίγο το ψάθινο καπέλο και μας είπε:
Σας χαιρετώ! Πείτε στην Πριγκίπισσα Μπαχάρ – όόόταν ξυπνήσει! - πως πέρασε από εδώ ο φίλος της ο Βίνσεντ. Πως περιμένοντας την να ξυπνήσει ζωγράφισα το πάπλωμά της, πως περίμενα εδώ για να την ρωτήσω πότε επιτέλους θ΄ ανθίσουν τα ηλιοτρόπια και αν δεν σας πιστέψει δείξτε της, τον πίνακα που σας αφήνω. Α!!! Και κει στην άκρη είναι το σπιτάκι του εργαστηρίου Δ.Ε.Ν., θα το ξεχάσετε; Όχι δεν θα το ξεχάσετε, να της το πείτε!!
Μόλις έφυγε ο ζωγράφος μια και δυο, πήραμε κι εμείς πινέλα, δακτυλομπογιές και το ρίξαμε στην ζωγραφική. Ένα πινέλο ξέφυγε , σου γαργάλησε την μύτη , φτερνίστηκες καιιιι!!! Επιτέλους ξύπνησες Μαχμουρλού Υψηλοτάτη , έλα έχουμε πολλές δουλειές!!!
Ανασκουμπώθηκαν όλοι μες το εργαστήριο της Άνοιξης, εκείνη σήκωσε τα εμπριμέ της μανίκια, έβαλε την κλαρωτή ποδιά και πέσανε με τα μούτρα στην δουλειά. Άνοιγαν τα τεφτεράκια τους, διαβάζανε παραμύθια, τα δακτυλάκια τους βάφτηκαν σα λουλουδάκια που κάθε πέταλο του έχει άλλο χρώμα. Η Μπαχάρ αποφάσισε πως φέτος θα έκανε εγκαίνια σ΄ ένα καινούργιο είδος λουλουδιού που θα ήταν πολύχρωμο με κάθε πέταλο σε άλλο χρώμα, σαν τα χεράκια των παιδιών.
Έγραψαν ιστορίες για σοκολατένιους δρόμους, καλοκαιρινά κρεβάτια παγωτού, αραμπάδες από μπισκότα, χιόνια από ζάχαρη, χαλάζια από λουκούμια, βροχές από γκιούλ-σερμπέτια. Μετά όποιος ήθελε διάβαζε την ιστορία του – όλες ήταν πολύ ωραίες και παραμυθένιες- γι΄αυτό κι όλοι μαζί κι η Πριγκίπισσα Μπαχάρ χειροκροτούσαν δυνατά και φώναζαν: Μπράβο! Μπράβο! Αφεριμ! Η Πρινσέσα ήταν μες τη φούρια κι όλα έλεγε:
Καλά που με γαργαλίσατε, μ΄ εκείνο το πινέλο-γαργαλιστίρι, φτερνίστηκα και ξύπνησα γιατί έχω πολλές δουλειές να κάνω! Α! πα-πα!! Να μη ξεχάσω και τους κάμπους με τα ηλιοτρόπια του Βίνσεντ! Τα παιδιά της δίνανε κομμάτια απ΄ τις ζωγραφιές, χρώματα απ΄ τις καρδιές τους, φως απ΄ μάτια τους, γράμματα για μίσχους λουλουδιών, δυο τρεις χλωρές αλφαβήτες, λέξεις δροσερές, χαμόγελα σαν αστέρια.
Μια μέρα η Πριγκίπισσα Μπαχάρ τους λέει κατεβάζοντας τα μανίκια της και λύνοντας την βασιλική ποδιά της:
Αγαπημένοι μου φίλοι, για τώρα η κηπουρική τελείωσε. Σπείραμε, γελάσαμε, σκαλίσαμε, ζωγραφίσαμε, ποτίσαμε, διαβάσαμε, γράψαμε, μα τώρα, με περιμένουν οι διακοπές. Θα ήθελα να μου χαρίσετε ένα μεγάλο πινέλο απ΄ αυτά που ζωγραφίζετε να γαργαλάω την μύτη μου, να φτερνίζομαι, για να φουσκώνουν τα πανιά στο θαλασσινό βαρκάκι που θα ταξιδεύω. Μα το κυριότερο για να σας θυμάμαι! Φεύγω τώρα σας αφήνω το σπιτάκι-εργαστήριο Δ .Ε .Ν . για να ζωγραφίζετε και να γράφετε κι ότι άλλο θέλετε ωραίο, να το φτιάχνετε. Του χρόνου, αν παρακοιμηθώ και πάλι, πάρτε το γαργαλιστίρι πινέλο και γαργαλίστε με!
Αυτά είπε η Πριγκίπισσα Μπαχάρ κι έφυγε και μετά ήρθε το καλοκαίρι κι ύστερα το αδελφάκι της το Σονμπαχάρ. Είναι τότε που πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα γι΄ αυτό βλέπουμε και πολλά – πολλά όνειρα. Και το Σονμπαχάρ το πριγκιπόπουλο Φθινόπωρο είναι κι αυτό πολύ ονειροπόλο. Ακόμη δεν ήρθε καλά-καλά κι έπιασε - σαν την αδελφή του την Μπαχάρ - να βάφει τα φύλλα όκκινα και πορτοκαλιά, τα δάση χρυσά και τους κάμπους σοκολατί. Λέμε να χαρίσουμε ένα γαργαλιστοπίνελο και στον Σονμπαχάρ. Για να φτερνίζεται, να μας θυμάται και να χρωματίζει τα όνειρα μας.
- παραμύθι περιγραφή της δράσης "Μια μικρή γεύση δημιουργικότητας" (Κομοτηνή, Άνοιξη 2006): Γιώτα Ζαφειριάδου