Μια φορά κι έναν καιρό πριν 45 χρόνια στις όχθες του ποταμού Νέστου γεννήθηκε μια αρσενική βίδρα. Από μικρή ρωτούσε πολλά, λάτρευε τα ταξίδια και τη ροκ μουσική. Όταν ενηλικιώθηκε, πήρε το δισάκι του χαιρέτησε φίλους, γονείς και την γιαγιά του κι αποφάσισε να πάει να βρει κι άλλα μεγάλα ποτάμια, σαν κι αυτό που γεννήθηκε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, ώσπου μια μέρα, βρέθηκε σ’ ένα ψηλό κάστρο, που στα πόδια του έσμιγαν δυο μεγάλοι ποταμοί. Τον έναν τον έλεγαν Σάββα και τον άλλο Δούναβη. Εκεί έμεινε τρία χρόνια. Έμαθε τη γλώσσα που μιλούσαν οι βίδρες των ποταμών αυτών και αυτές τον έκαναν φίλο και του ‘μαθαν να κάνει θαυμαστά πράγματα, όπως να γλιστράει πάνω σε μια σανίδα στη ροή του ποταμού. Μια νύχτα όμως άκουσε τους λύκους πάνω στα βουνά και μαγεύτηκε από το τραγούδι τους και τόλμησε να πάει μαζί τους. Και αυτοί τον έκαναν δικό τους και τον μύησαν στα μυστικά του να γλιστράς στις χιονισμένες κορυφές και να σκαρφαλώνεις ψηλά για να κάνεις δικά σου τα βουνά. Μια μέρα όμως, οι λύκοι αποφάσισαν να μετακινήσουν τις φωλιές τους και η βιδρα τους ακολούθησε. Έφτασαν στα ψηλά βουνά του Σεράγεβου. Εκεί έμεινε μαζί τους για δυο χρόνια. Έπαιζε στα χιονιά, κολυμπούσε στα ποτάμια και ήταν ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος. Ξαφνικά όμως μια μέρα μέσα σε θόρυβο μεγάλο και πολλούς καπνούς άκουσε να λένε ότι κηρύχτηκε πόλεμος. Ήταν η ώρα να γυρίσει στη πατρίδα του. Στο δρόμο για το γυρισμό, τον τράβηξαν τα φώτα μιας μεγάλης πολιτείας. Δεν δίστασε να μπει και να χορέψει στους ρυθμούς της. Του άρεσε εκεί γιατί μπορούσε να μυρίζει καθαρά το ποτάμι του. Εκεί έκανε πολλούς και περίεργους φίλους. Μα ο καλύτερος του έγινε ένας αετός που του φανέρωσε τα μυστικά του αέρα και του έμαθε να πετάξει ψηλά σαν κι αυτόν. Ήταν τόσο ευτυχισμένος που ένα βράδυ ο ουρανός συγκινημένος άνοιξε και αφουγκράστηκε την βαθιά ευχή της βίδρας «να περπατήσει στο βουνό των θεών και να νιώσει την αύρα τους».Την άλλη μέρα φρόντισε να γίνει πραγματικότητα.
Έτσι η βίδρα έχοντας μάθει τόσα θαυμαστά πράγματα από τόσους διαφορετικούς φίλους και δασκάλους έχοντας κολυμπήσει σε μεγάλα ποτάμια πολύ μεγαλύτερα από το δικό του, έχοντας σκαρφαλώσει σε πανύψηλα βουνά και έχοντας γλιστρήσει γελώντας ξέγνοιαστα επάνω στη ράχη τους κι έχοντας πραγματοποιήσει τις πιο βαθιές του επιθυμίες γέμισε τη βαλίτσα του με καινούργια όνειρα και γύρισε στο ποτάμι του. Όταν έφτασε εκεί άνοιξε την βαλίτσα του και πήρε από μέσα μια ασπρόμαυρη μπάλα, τρεις κορυφές βουνών και ένα μεγάλο γαλάζιο ποτάμι και με αυτά έπαιζε κάθε μέρα. Μια μέρα το ίδιο φωτεινή σαν όλες τις άλλες τον πλησίασε εκεί στην όχθη που καθόταν μια γυναίκα που κάπου την είχε ξαναδεί. Του ψιθύρισε στ' αυτί μυστικά:
"Είμαι η Σπειραλού. Ακολούθησε με και θα σου δείξω δρόμους μαγικούς και θα σου μάθω ξόρκια δυνατά για να ανοίγεις τις καρδιές των ανθρώπων."
Χωρίς δεύτερη σκέψη, η βίδρα ακολούθησε την Σπειραλού και την ακολουθάει ακόμα δέκα χρόνια τώρα. Σ’ αυτό το μονοπάτι το μαγικό έκανε συντρόφους πολλά άλλα ζώα και σε μια κόχη του ποταμού του, που την λένε Χρυσούπολη, έκανε τη δική του φωλιά και παλεύει ευτυχισμένος εκεί μέσα με τα βιδράκια του, τις ηλιόλουστες μέρες. Το έμαθε καλά πια, πως το πιο σπουδαίο είναι να χαράζει το δικό του μονοπάτι, να συναντάει συχνά τα μονοπάτια άλλων ζώων, να τα καλημερίζει ανοιχτόκαρδα και πάντα να φρεσκάρει τα όνειρα μέσα στη παλιά του βαλίτσα.